- ἐκπιτυσμός
- ἐκπῑτ-υσμός, ὁ,A jet of water, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκπιτυσμόν — ἐκπιτυσμός jet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)